- σποδησιλαύρα
- σποδησῐλαύρα, ἡ,A street-walker, Com.Adesp.1352.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σποδησιλαύρα — σποδησιλαύρᾱ , σποδησιλαύρα street walker fem nom/voc/acc dual σποδησιλαύρᾱ , σποδησιλαύρα street walker fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποδησιλαύρα — ἡ, Α πόρνη που τριγυρίζει στα σοκάκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σποδῶ «συνευρίσκομαι παράνομα» + λαύρα, συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek